- δρόμωνα
- δρόμωνa light vesselmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νάβα — και νάβε, η (Μ νάβα) 1. τύπος τρίστηλου ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου που μοιάζει με δρόμωνα 2. είδος μεγάλου τρίστηλου εμπορικού πλοίου με ιστιοφορία δρόμωνα και εκτόπισμα πάνω από 500 τόννους μσν. (στους Ρωμαίους) πορθμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
φρεγάτα — Τύπος ελαφρού πολεμικού πλοίου με 3 όρθια κατάρτια και πλήρη εξάρτηση δρόμωνα. Στα μέσα του 17ου αι. ως φ. αναφέρονταν μικρά σκάφη, που χρησιμοποιούνταν ως ανιχνευτικά, με λίγα οπλισμένα πυροβόλα. Βαθμιαία όμως μεγάλωναν και οι διαστάσεις της φ … Dictionary of Greek
γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… … Dictionary of Greek
θωρακοδρόμων(ας) — ο ναυτ. παλαιός τύπος θωρακισμένου ατμοκίνητου πλοίου που έφερε βοηθητική ιστιοφορία δρόμωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, κος + δρόμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ημερολόγιον Εστίας] … Dictionary of Greek
μυοδρόμων — ο ναυτ. τύπος ιστιοφόρου τρίστηλου πλοίου που μοιάζει με τον δρόμωνα … Dictionary of Greek
πολάκα — η, Ν ναυτ. τύπος τρίστηλου ιστιοφόρου το οποίο παλαιότερα ήταν σύνηθες στη Μεσόγειο και έμοιαζε με τον σημερινό δρόμωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. polacca, θηλ. τού επιθ. polacco «πολωνικός»] … Dictionary of Greek
πρωτελάτης — ο, ΝΜ (στο Βυζάντιο) αξιωματικός τού ναυτικού, επικεφαλής τών κωπηλατών τού αυτοκρατορικού δρόμωνα, αξίωμα κατώτερο τού πρωτοκάραβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἐλάτης «αρματηλάτης, κωπηλάτης»] … Dictionary of Greek
σέρμων — και ζέρμων, ωνος, ὁ, Μ είδος βυζαντινού πλοίου, παραλλαγή τού δρόμωνα ή τής σακτούρας ή τού κυμβαρίου … Dictionary of Greek
σιφωνοφόρος — α, ο / σιφωνοφόρος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. (για ζώο) αυτός που έχει σίφωνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιφωνοφόρα ζωολ. τάξη διάφανων ώς διαφώτιστων θαλάσσιων πλαγκτονικών αποικιακών υδροζώων, τού φύλου κνιδόζωα, που έχουν ωραιότατες ιριδίζουσες… … Dictionary of Greek
υπερδρόμων — ο, Ν ναυτ. τύπος μεγάλου δρόμωνα τού οποίου ο μεγάλος ιστός, που μπορεί να φθάνει σε ύψος τα 70 μέτρα, έχει 5 έως 7 σταυρωτές κεραίες και οι άλλοι ιστοί ανάλογο αριθμό κεραιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + δρόμων] … Dictionary of Greek